- κινήματι
- κῑνήματι , κίνημαmovementneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
подвижениѥ — ПОДВИЖЕНИ|Ѥ (50), ˫А с. 1.Движение, перемещение; бег: Сл҃нцепрѣвратьници. иже гл҃ѥма˫а сл҃нцепрѣвратьна˫а были˫а. въсходъмь сл҃нцьныимь съобращающеѥсѧ. гл҃юще силѹ нѣкѹю б҃жствьнѹю имѣти… не разѹмѣвъше. възвѣщенааго подвижени˫а ихъ. ѥстьствьноѥ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κίνημα — τὸ (ΑΜ κίνημα, Μ και κίνημαν) [κινώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κινώ, η κίνηση 2. σκίρτημα, ερεθισμός, διέγερση (α. «σαν τα κινήματα τής φαντασίας που ζωγραφίζουνε την ευτυχία», Σολωμ. β. «τὰ μὲν γὰρ τοῡ νοὸς κινήματα»., Σαθ. γ.… … Dictionary of Greek